- νήστις
- (I)νῆστις, ἡ (Α)βλ. νήστιδα.————————(II)ο, η (Α νῆστις, γεν. -ιος και -ιδος)(για πρόσ.) αυτός που δεν τρώει, νηστικόςαρχ.1. αυτός που επιφέρει νηστεία («πνοαὶ δ' ἀπὸ Στρυμόνος μολοῡσαι κακόσχολοι, νήστιδες, δύσορμοι», Αισχύλ.)2. το αρσ. ως ουσ. (με σκωπτική σημ.) είδος λαίμαργου ψαριού τού γένους τών κεστρέων, που ονομάστηκε έτσι επειδή το στομάχι του ήταν πάντοτε άδειο (α. «διὰ τί νῆστις μόνος τῶν ἰχθύων ὁ κεστρεὺς καλεῑται», Αριστοφ.β. «ἆρ' ἔνδον ἀνδρῶν κεστρέων ἀποικία; ὡς μὲν γάρ εἰσι νήστιδες γιγνώσκετε», Αριστοφ.)3. φρ. α) «νήστεις αἰκίαι, δύαι» — οι πόνοι τής νηστείαςβ) «νῆστις νόσος» ή «νῆστις λιμός» — ο λιμός (Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για συνθ. λ. (νῆστις < *νη-εδ-τις) με α' συνθετικό το στερ. πρόθημα νη-* και β' συνθετικό το θ. εδ- τού ρ. ἔδω «τρώω» με συριστικοποίηση (τροπή σε -σ-) τού -δ- προ τού -τ- (πρβλ. ὠμ-ηστής, ἐσθίω). Σχετικά με την κατάλ. -τι-ς έχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις. Κατά μία άποψη, ο τ. νῆστις είναι ουσιαστικοποιημένος τ. τού γ' εν. προσώπου *νῆστι «δεν τρώει» (< στερ. πρόθημα νη-* + *ἔδμι «τρώω»). Κατ' άλλους, το επίθημα τής λ. θα μπορούσε να παραβληθεί με τα επιθήματα τών μάρπ-τις, μάν-τις* εξίσου αβέβαιης προέλευσης. Πιθανότερη, τέλος, θεωρείται η άποψη ότι το β' συνθετικό τής λ. ανάγεται σε αμάρτυρο *ἔδτις (< ἔδω «τρώω»), όν. δηλωτικό τού δράστη ενέργειας τού ρ. (πρβλ. νήστης [Ι])].
Dictionary of Greek. 2013.